- λιαστός, -ή
- -ό αυτός που ξεράθηκε στον ήλιο: Έφτιαξε μια σάλτσα με λιαστές ντομάτες.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
λιαστός — και ηλιαστός, ή, ό αυτός που παρασκευάστηκε με έκθεση στον ήλιο (α. «λιαστή ντομάτα» β. «λιαστό κρασί» κρασί που παρασκευάστηκε από σταφύλια που προηγουμένως είχαν εκτεθεί στον ήλιο). [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. *ἡλιαστός < ἡλιάζω] … Dictionary of Greek
ηλιαστός — ή, ό [ηλιάζω] βλ. λιαστός … Dictionary of Greek